ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΙ :
Εκεί που κέλυφος και μηχανή αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΑ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΤΟΥΣ ΧΡΗΣΗ :

Ο μόνος λόγος που επιβάλλει την διατήρηση των λιγοστών ανεμόμυλων στη χώρα μας είναι η αξία τους ως μνημεία. Πόσα είδη υπάρχουν και πως λειτουργούσαν.









Ο ταχύς ρυθμός εξέλιξης σε κάποιο τομέα συμπιέζει τις χρονικές περιόδους ανάμεσα σε γεγονότα σταθμούς με αποτέλεσμα να δημιουργείται ιστορία σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Τα μνημεία δεν δημιουργούνται μόνο με το πέρασμα μεγάλων χρονικών περιόδων από τη στιγμή που κατασκευάστηκαν.
Μ’ αυτό το σκεπτικό πολλά κτίρια έχουν εκτοπιστεί από την ενεργό λειτουργία τους στη βιομηχανία λόγω της μεγάλης εξέλιξης της τεχνολογίας. Μη μπορώντας να επανενταχθούν και να προσαρμοστούν στις αυξημένες πια απαιτήσεις της εποχής μας μένουν στο περιθώριο.
Σ’ αυτή την κατηγορία κτιρίων ανήκουν και οι ανεμόμυλοι που είναι ίσως από τα πιο πρώιμα παραδείγματα βιομηχανικών κτιρίων. Η διαφοροποίηση του ανεμόμυλου έναντι των άλλων βιομηχανικών κτιρίων έγκειται στο ότι κέλυφος και μηχανή αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν συναντάται σε κανένα άλλο είδος βιομηχανικού κτιρίου.
Οι σκέψεις αυτές σε συνδυασμό με την σταδιακή εξαφάνιση όλο και περισσότερων ανεμόμυλων σε όλη την Ελλάδα κέντρισαν το ενδιαφέρον μας για να ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα. Επειδή το να αποκαλύψουμε όλα τα παραδείγματα που υπάρχουν ανά την Ελλάδα ήταν μάλλον δύσκολο, οδηγηθήκαμε στην απόφαση να ασχοληθούμε με τρία νησιά των νοτιοδυτικών Κυκλάδων.
Τη Μήλο, τη Σίφνο και τη Σέριφο.
Ανεμόμυλοι στις Κυκλάδες υπήρχαν από τη Βυζαντινή περίοδο. Το παλιότερο γραπτό στοιχείο που αναφέρει ανεμόμυλους είναι από τη Ρόδο το 1390.
Οι παράγοντες που επηρέασαν το μυλωνά που θα έκτιζε το μύλο του ήταν τρεις: Ο πρώτος και σημαντικότερος οφειλόταν στον άνεμο. Στην τοποθεσία που θα κτιζόταν ο μύλος θα έπρεπε να πνέουν δυνατοί βοριάδες. Οι βοριάδες είναι άνεμοι πιο σταθεροί από τους νοτιάδες που αλλάζουν συνεχώς ένταση και διεύθυνση.
Ο δεύτερος παράγοντας οφειλόταν στην απόσταση του μύλου από την κατοικημένη περιοχή. Αφού εξασφαλίζονταν αυτοί οι δυο παράγοντες ο μυλωνάς προσπαθούσε να εξασφαλίσει την ιδιοκτησία του οικοπέδου που είχε διαλέξει. Κοντά σε κάθε μύλο και σε ακτίνα αρκετή γύρω του απαγορευόταν η οικοδόμηση γιατί έτσι παρεμποδιζόταν η ομαλή λειτουργία του.

Το ανεμπόδιστο του αέρα απ’ όλα τα μέρη μνημονεύεται ρητά στις αγοραπωλησίες των ανεμόμυλων.
Τους ανεμόμυλους που συναντάμε στα τρία νησιά μπορούμε να τους χωρίσουμε σε δυο κατηγορίες.
Τους μύλους με κατακόρυφη κίνηση και τους μύλους με οριζόντια κίνηση.
Στους ανεμόμυλους με κατακόρυφη κίνηση διακρίνουμε αυτούς που έχουν περιστρεφόμενη φτερωτή ανάλογα με τη διεύθυνση του αέρα και αυτούς που έχουν τη φτερωτή τους σταθερή.
Το συνηθέστερο είδος είναι ο ανεμόμυλος με περιστρεφόμενη φτερωτή και ονομάζεται ξετροχάρης ή κοινός πυργόμυλος.
Ξετροχάρης ή κοινός πυργόμυλος.
Ενώ η εξωτερική μορφή είναι περίπου η ίδια (κυλινδρική) σε όλα τα παραδείγματα η διαφοροποίηση γίνεται από μικρά μορφολογικά στοιχεία που αποτελούν έκφραση των τεχνιτών που τους κατασκεύασαν καθώς και των διαφορετικών υλικών που είχαν στην διάθεσή τους σε κάθε νησί.
Στη μήλο υπήρχε ικανότητα σχετικά εύκολης επεξεργασίας της πέτρας. Αποτέλεσμα αυτής της δυνατότητας ήταν η κατασκευή ομοιόμορφων και σταθερών τοιχοποιιών μικρού σχετικά πάχους.
Αντίθετα στη Σίφνο που υπάρχει πολύ σχιστόλιθος οι τοιχοποιίες ήταν μεγαλύτερου πάχους και πιο ευάλωτες στις καιρικές συνθήκες.
Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και στο μέγεθος των πυργόμυλων καθώς και στη μείωση της εξωτερικής τους διαμέτρου.
Άλλωστε υπήρχε μείωση προς τα επάνω. Άλλες φορές πάλι η διάμετρος κρατιόταν σταθερή σ’ όλο το ύψος και πιο σπάνια υπήρχε μείωση από πάνω προς τα κάτω.

Λειτουργία μηχανισμού του πυργόμυλου.
Το εσωτερικό του μύλου χωρίζεται σε δύο στάθμες: το κατώι που λειτουργεί ως αποθηκευτικός χώρος του σταριού και το ανώι όπου γινόταν όλες οι λειτουργίες αλέσεως του μύλου.
Το άλεσμα του μύλου γίνεται από τις μυλόπετρες. Η κάτω μυλόπετρα ή καταριά είναι σταθερή ενώ η πάνω η παναριά περιστρέφεται.
Η μετάδοση της κίνησης στην παναριά γίνεται από ένα κατακόρυφο άξονα, το βασιλικό, που το κάτω μέρος του στηρίζεται στο πατάρι του μύλου και ανεβοκατεβαίνει με μια μανιβέλα ανάλογα με το πόσο ψιλό αλεύρι θέλει ο μυλωνάς.
Στο πάνω μέρος του, το βασιλικό στηρίζεται σ’ ένα οριζόντιο ξύλο, το ζυγό.


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ